21.5.16

εκείνη


Ήταν απρόβλεπτη. Τη μια στιγμή γελούσε, την επόμενη κοιτούσε μελαγχολικά το κενό και κλεινόταν στον εαυτό της. 

Φορούσε φορέματα γιατί ήταν τεμπέλα.

Δε συστηνόταν ποτέ με το πραγματικό της όνομα.

Στα τηλέφωνα παρίστανε την ανήξερη και την έκπληκτη, κυρίως γιατί τα αντιπαθούσε.

Μικρή στις εκθέσεις απαντούσε μονολεκτικά και αρκετές φορές μόνο με σημεία στίξης. Όταν η δασκάλα τη ρωτούσε γιατί σημάδευε με το δείκτη της πράγματα μικρά και ασήμαντα.

Πολλοί την έλεγαν γενναία μα εκείνη απλώς ήθελε να ζήσει.

Της άρεσαν οι γρίφοι. Θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί δεν την ενδιέφερε να τους λύσει, μονάχα να τους νιώσει.

Της άρεσε, επίσης, να φοράει αντρικά μεγάλα πουκάμισα μαγειρεύοντας αντίο και να βάζει στο φουλ τα αγαπημένα της τραγούδια στις διαδρομές με το αυτοκίνητο.

Όταν άκουγε μουσική το έκανε με πάθος. Χωνόταν μέσα της και εντόπιζε τη στιγμή της δημιουργίας δακρύζοντας.

Το πρώτο της αγαπημένο παιχνίδι ήταν η φαντασία και το δεύτερο το κρυφτό. 

Πολλές φορές φώναζε στο άκυρο, σαν από το πουθενά "Σε βρήκα" και όταν τη ρωτούσες "Σε ποιον μιλάς;" δεν απαντούσε.


Ήταν καλή ηθοποιός. Έπαιζε θέατρο από τη φύση της.

Λάτρευε ό,τι ήταν γνήσιο και είχε ψυχή, όπως λάτρευε να προσποιείται πως η ζωή ήταν παράσταση και να μην παίρνει τίποτα στα σοβαρά.

Μια μέρα φοβήθηκε. Εκείνη τη μέρα αποφάσισε πως οι λέξεις ήταν επικίνδυνες οπότε περιορίστηκε όσο μπορούσε στη σιωπή της. Ονόμασε την έναρξη εκείνης της περιόδου αποτοξίνωση και χάρηκε όταν το σχέδιο έπιασε.

Παράτησε τα πάντα και είπε να ταξιδέψει χωρίς χάρτη. Πήρε ένα σακίδιο και έφυγε.

Φήμες λένε πως ρίζωσε ταξιδεύοντας. 

Φήμες λένε πως δε θα γυρίσει πίσω.

15.8.12

νύχτα με φεγγάρι

Μέτρησε τα γυμνά ξερόκλαδα, τα βρεγμένα ματόκλαδα που εμπόδιζαν την όραση της. Μέτρησε τις κάργες που μαύριζαν το σκούρο μπλε ουρανό. Προσπάθησε να μετρήσει τα σκοτωμένα αστέρια, το ζωντανό φως. Το ζωντανό φως μπερδεύτηκε, έγινε ένα, με εκείνο των φανοστατών. Το μέτρημα άρχισε εκ νέου. Οι αριθμοί κατέλαβαν τον εγκέφαλο της. Οι αριθμοί τη ζάλισαν ευχάριστα. Με έκπληξη καλοσώρισε το απόλυτο σκοτάδι. Με έκπληξη άκουσε το θρόισμα των κλαδιών, τον ήχο του ανέμου, τη μυρωδιά της βροχής που θα ερχόταν.Ίσως σύντομα, ίσως και αργά. Μια βροντή, μια αστραπή, μια λάμψη στο σκοτάδι και ύστερα σιωπή, ύστερα σταγόνες. Σταγόνες στα ρούχα της. Σταγόνες κάτω από εκείνα. Σταγόνες στο πρόσωπο της. Σταγόνες μπερδεμένες με το μολύβι των ματιών της. Ο ύπνος δεν ήρθε εκείνο το βράδυ. Ο ύπνος δεν τη δέχτηκε στην αγκαλιά των κάλπικων ονείρων. Μάτια διάπλατα ανοιχτά, μάτια μουντζουρωμένα περίμεναν. Το πρώτο φως της ανατολής.
Τους πρώτους περίεργους, αιώνια καταδικασμένους στην αδιαφορία, ξένους. Ξένους με λαγωνικά. Αιώνια ξένους. Ξένους χαμένους στην ανάσα μιας μοναχικής λύκαινας. Μιας λύκαινας με κοφτερά δόντια, με κοφτερά νύχια και βλέμμα ακόμα κοφτερότερο στραμμένο προς εκείνους τους δήθεν της πραγματικότητας που, ίσως, έκαναν την ανούσια απόπειρα να την πλησιάσουν. Λύκαινα χωρίς οικογένεια, λύκαινα χωρίς ταίρι. Μια λύκαινα που είχε χαθεί στην αναζήτηση του πάντα και του τίποτα. Μια λύκαινα που σκεφτόταν τα πάντα και το τίποτα. Μια λύκαινα βυθισμένη στη νύχτα.
Μια λύκαινα που ούρλιαζε ακούραστα στη Σελήνη.
"Μ' ακούς;"
Και, όμως, η Σελήνη δεν την άκουγε. Ήταν πολύ μακριά για να την ακούσει, για να πιάσει τη συχνότητα των λόγων της. Κανείς δεν την καταλάβαινε. Κανείς δεν την άκουγε. Και, έτσι, το ουρλιαχτό της βράχνιασε. Η λύκαινα κλείστηκε στον εαυτό της, στις άκρως απόρρητες σκέψεις της. Έγινε κλειστή προσωπικότητα. Κυνηγός της σκέψης. Κυνηγός της παρατήρησης. Ένας κυνηγός που αγνοούσε τις ανούσιες συζητήσεις των διπλανών κυνηγών, των συμπατριωτών της. Των κυνηγών της ανούσιας ομιλίας. Των κυνηγών που μετέτρεψαν το δώρο της ομιλίας σε ένα δώρο ανεκμετάλευτο, σε ένα πεταμένο δώρο.
"Μ' ακούς;", ψιθύρισε απαλά στον εαυτό της. Και εκείνος απάντησε εξίσου απαλά.
"Ναι, πάντα θα είμαι εδώ να σε ακούω τις νύχτες με φεγγάρι"

11.8.12

φυλακισμένη σε μια άναρχη τροχιά ιδεών


Τα φώτα εμφανιζόταν ρυθμικά μπροστά στα μάτια της. Τα φώτα την τύφλωναν. Τα φώτα την ενοχλούσαν. Τα φώτα τη μάγευαν. Είχε κολλήσει το κεφάλι της στο ζεστό τζάμι του παραθύρου και, απλά, είχε μείνει να κοιτάζει τον ουρανό, τους φανοστάτες που δώριζαν φως στους οδηγούς, στο δρόμο. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν σπαστά και ατημέλητα, παρατημένα στη μοίρα τους στους ώμους της. Τα, επίσης, καστανά γατίσια μάτια της έμοιαζαν γυάλινα, κενά. Καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Η ζώνη βρισκόταν τυλιγμένη γύρω της, εμποδίζοντας την να βολευτεί, περιορίζοντας κατά πολύ τις κινήσεις της. Δεν της άρεσαν τα όρια, οι περιορισμοί. Δεν της άρεσε να φοράει ζώνη ασφαλείας. Ήταν επικίνδυνο να ζει κανείς με ασφάλεια. Ήταν απίστευτα ανιαρό να ζει κανείς με ασφάλεια.
"Που πάμε;", ρώτησε τον οδηγό δίχως να πάρει τα μάτια της από τον ουρανό, από τα πεθαμένα αστέρια, τις νεκρές ελπίδες.
Ο οδηγός ανασήκωσε τους ώμους του χαμογελώντας στραβά. Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα του, ρούφηξε την απαραίτητη νικοτίνη και, εν συνεχεία, επέτρεψε στον καπνό να ταξιδέψει. Να ταξιδέψει μαζί με τα εκατοντάδες μόρια σκόνης, να ταξιδέψει στο δικό της αναπνευστικό σύστημα, να ταξιδέψει μέσω του μισάνοιχτου παραθύρου στην μολυσμένη ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης.
"Που είμαστε;", ρώτησε ειρωνικά η κοπέλα.
Δεν έλαβε απάντηση. Μονάχα άλλο ένα ανασήκωμα των ώμων και ένα χαμόγελο χωρίς λόγο και αιτία. Δεν ενδιαφέρθηκε περαιτέρω. Δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στο στο σκοτάδι νιώθοντας το αμάξι να κινείται, μυρίζοντας την έντονη μυρωδιά του τσιγάρου, έχοντας την αίσθηση της πτώσης χωρίς σταματημό.
"Άμα κλείσεις τα μάτια σου το πρώτο πράγμα που βλέπεις είναι σκοτάδι. Απύθμενο σκοτάδι. Όταν, όμως, τα κρατήσεις για αρκετό χρονικό διάστημα κλειστά τότε ένα αμυδρό φως παλεύει να εμφανιστεί", είπε αινιγματικά η κοπέλα. Εισέπραξε ένα έκπληκτο βλέμμα από τον οδηγό. Ένα βλέμμα που ο ίδιος φρόντισε να κρύψει και η ίδια φρόντισε να μη διακρίνει ποτέ.

25.7.12

περαστικός στο μονοπάτι της ζωής



Πήρε μια βαθιά ανάσα και τοποθέτησε τα δάχτυλα στο μέτωπο της καθώς περίμενε τα αυτοκίνητα να σταματήσουν να κινούνται, τον δρόμο να αδειάσει ώστε να της επιτραπεί μια ακίνδυνη πορεία προς το... κάτι. Ναι, ένα κάτι. Δεν ήξερε που ήθελε να πάει, που βάδιζε, που θα πατούσε σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Κοίταξε τα ζωύφια που περιτριγύριζαν βουίζοντας έναν από τους φανοστάτες που δώριζαν το φως τους στους οδηγούς, στους περαστικούς. Ζούσαν μονάχα μια μέρα και τη σπαταλούσαν στο κυνήγι μιας λάμψης που το πρωί θα εξαφανιζόταν. Μεγαλοποιούσαν ένα τεχνητό ανθρώπινο μηχάνημα δημιουργώντας ένα ολόκληρο αστέρι, ένα φεγγάρι, έναν ξεχωριστό ήλιο. 

Η κοπέλα σκέφτηκε ότι ο χρόνος ήταν σχετικός από όποια οπτική και αν το έβλεπες. Σκέφτηκε επίσης πως ο κάθε ένας είχε επιλογή, μπορούσε να διαλέξει πως θα τον περάσει. Μπορεί να της φαινόταν άσκοπο τα έντομα να κυνηγούν ένα μηχάνημα που θα έσβηνε το πρωί μα για εκείνα μπορεί να σήμαινε τα πάντα. Ένα όνειρο, μια ιδέα είχε όντως τη δυνατότητα να αλλάξει τον κόσμο. Αν όχι τον κόσμο τον άνθρωπο, την ιδεολογία, τις εμπειρίες. Ίσως να κατέληγες με καμένα φτερά αλλά θα είχες προσπαθήσει, σωστά; Χαμογέλασε θλιμμένα. Ο δρόμος είχε αδειάσει. Η ζωή απλωνόταν μπροστά της, οι επιλογές έμοιαζαν πολλές. Η κοπέλα επέλεξε το άγνωστο μονοπάτι, όχι το προκαθορισμένο. Το άγνωστο της τράβηξε την περιέργεια. Το άγνωστο την κάλεσε, την προσκάλεσε.




17.7.12

εκείνες οι βροχερές μέρες

Της λείπουν απίστευτα εκείνες οι βροχερές ημέρες.
Εκείνες οι μέρες που περνάνε, σαν το κυλούμενο νερό, σαν το χρόνο, ένα ακούρδιστο ρολόι που δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ το σταθερό τικ, τακ.
Εκείνες οι μέρες που κάθεται όρθια δίπλα από το παράθυρο της παρακολουθώντας τις κολλημένες σταγόνες στο τζάμι, τις λιμνούλες στον άδειο από περιπλανόμενες ψυχές δρόμο.
Της λείπουν εκείνες οι φθινοπωρινές μέρες. Εκείνες οι ανοιξιάτικες μέρες.
Δεν έχει σημασία η εποχή, όχι πραγματικά.
Της λείπει η βροχή, η μελαγχολική αίσθηση που αφήνει όταν έρχεται και όταν φεύγει, το διάβασμα υπό το ρυθμικό υγρό ήχο.
Συγκρίνει το τότε ανάλαφρο φθινοπωρινό, ανοιξιάτικο τοπίο με το ξηρό καλοκαιρινό.
Πόσο της λείπουν εκείνες οι μέρες. Πόσο...

10.7.12

μάσκες παντού

Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τις πολυκατοικίες. Ο ήλιος χάθηκε κάπου ανάμεσα στη λάμψη των διάφορων χρωμάτων του ηλιοβασιλέματος και του μαύρου πέπλου της νύχτας. Η κοπέλα παρέμεινε καθιστή στο κρεβάτι της κοιτώντας το κενό, το υπερπέραν. Είχε περάσει το απόγευμα της διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό βιβλίο που την είχε βάλει σε σκέψεις. Σκέψεις για το 'εγώ' της, σκέψεις για την κοινωνία στην οποία ζούσε. Σκέψεις. Πολλές σκέψεις. Περίπλοκες σκέψεις που, ίσως, κανένας να μη μπορούσε να κατανοήσει.
Εισέπνευσε βαθιά σε μια προσπάθεια να ξεφορτωθεί το βαρύ κλίμα που επικρατούσε στο εσωτερικό του εγκεφάλου της. Αναδίπλωσε το σώμα της και σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Το επιτοίχιο ρολόι του δωματίου της την ενημέρωνε ότι είχε καθυστερήσει στο ραντεβού της. Βλαστήμησε χαμηλόφωνα. Άρπαξε στα γρήγορα την κλασσική μαύρη τσάντα της πετώντας εν συντομία τα απολύτως απαραίτητα. Κατέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια της μονοκατοικίας, ήδη λαχανισμένη λόγω άγχους
"Μη ξεχάσεις τη μάσκα σου, αγάπη μου", φώναξε ηχηρά η μητέρα της από την κουζίνα.
Η κοπέλα ένευσε μπερδεμένη. Κοίταξε τριγύρω της με βλέμμα σοβαρό, με έκδηλη απάθεια. Ενδείξεις κατηγορίας και αηδίας καθρεπτιζόταν στα καστανά μάτια της. Τελικά, εντόπισε τη μάσκα της. Βρισκόταν κρεμασμένη στον καλόγερο με το ίδιο ύφος ανωτερότητας πάντα καρφιτσωμένο στα χαρακτηριστικά της. Η έφηβη κοπέλα έκανε μια γκριμάτσα αποστροφής στη θέα της μα, παρόλα αυτά, την πήρε κρατώντας την μακριά από το σώμα της, μακριά από το πρόσωπο της. Τη φόρεσε αναγκαστικά. Δε γινόταν να εμφανιστεί δημόσια χωρίς μάσκα. Όλοι φορούσαν μάσκα.
Βγήκε έξω από την τεράστια μονοκατοικία. Ένα απαλό δροσερό αεράκι φύσηξε ανακουφίζοντας την μονάχα για να σταματήσει το επόμενο δευτερόλεπτο. Το καλοκαίρι ποτέ δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην κοπέλα. Είχε μάθει να αγαπάει κάθε εποχή, να χαίρεται ακόμα και μέσα σε ένα κλίμα αρνητισμού. Δε μπόρεσε ποτέ, όμως, να σταματήσει να συγκρίνει το φθινόπωρο, τον χειμώνα και την άνοιξη με το καλοκαίρι.
Έβγαλε το κινητό από τη τσάντα της και τοποθέτησε τα ακουστικά στα αυτιά της, λες και η όλη διαδικασία αποτελούσε κάποιου είδους ιεροτελεστία. Χαμογέλασε ειρωνικά με τη σκέψη της αναγνωρίζοντας το τραγούδι. Φανέρωσε μου τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς... Τόσο νόημα, τόσο ειρωνικό περιεχόμενο, τόσες αλήθειες.
Μάσκα εδώ, μάσκα εκεί, μάσκες παντού. Τι κρύβεται από κάτω; Πρόσωπα ανθρώπων όμοιων με την κοπέλα, με τις ίδιες σκέψεις, ίδιες ανησυχίες, ή κινούμενες μηχανές μιας μαζοποίησης που επέβαλε η κοινωνία στο σύνολο; Άγνωστο, μυστήριο. Μια απλή ρητορική ερώτηση μέσα σε άλλες τόσες ρητορικές ερωτήσεις, αιώνια αναπάντητα ερωτήματα.

9.7.12

γλυκόπικρες αμπελοφιλοσοφίες

“Απλώς δε βλέπω το νόημα. Δηλαδή, γιατί να μπεις στον κόπο και να δεθείς με κάτι αν δεν πρόκειται να κρατήσει και αν πονάει τόσο πολύ όταν τελειώνει;”

Και όμως, υπάρχει νόημα. Αποκτάς καινούργιες εμπειρίες, μαθαίνεις, γίνεσαι πιο σοφός, ζεις… Ζωή είναι να ρισκάρεις. Ζωή είναι να μαθαίνεις. Πρέπει να περάσεις από διάφορες διαδικασίες ώστε να γίνεις αυτό που είσαι. Πρέπει να δεθείς, να απορριφθείς. Πονάει αλλά ο πόνος είναι δείγμα ζωής, σωστά;

10.6.12

απόσπασμα

Ένας ταξιδιώτης. Αυτό ήταν, ένας ταξιδιώτης στην ζωή του, στο προσωπικό ατέλειωτο ταξίδι του. Δεν ήξερε τι έψαχνε, τι αναζητούσε στα νέα μέρη που επισκεπτόταν. Οι θησαυροί, η εξουσία που απλωνόταν μπροστά στα πόδια του, στο ήδη γραμμένο από μια μάγισσα μέλλον του, έμοιαζαν απελπιστικά αδιάφοροι. Ένας κόκος άμμου ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους. Τα υλικά αγαθά τον άφηναν παντελώς ασυγκίνητο. Τα είχε όλα, δεν επιθυμούσε άλλα, δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο.
Ο ταξιδιώτης έμεινε να παρατηρεί τους ουρανοξύστες της πρωτεύουσας ανέκφραστος. Πέταξε το χρησιμοποιημένο τσιγάρο στο πάτωμα και το πάτησε με το παπούτσι του, σβήνοντας το. Ο καπνός δεν έπαψε να σκορπίζεται, να πλανιέται με τα μικροσκοπικά μόρια σκόνης στον αέρα αλλά ο ταξιδιώτης δεν σκοτίστηκε. Ο καπνός είχε μολύνει εκείνον, τον αέρα που ανέπνεε και εκείνος με την σειρά του θα μόλυνε τα συναισθήματα των ανθρώπων. Σαν μια ουσία που προκαλεί εθισμό: όλοι έχουν την δυνατότητα να την διακόψουν, να βάλουν ένα οριστικό τέλος στην αρρωστημένη συνήθεια τους, αλλά απλά δεν μπορούν, δεν βρίσκουν την δύναμη. Μια τέτοια εξάρτηση ήταν και η αγάπη, ο έρωτας. Ο ταξιδιώτης το γνώριζε από πρώτο χέρι.
Θυμήθηκε το γλυκό συναίσθημα και ανατρίχιασε. Θυμήθηκε το αίσθημα ζωντάνιας κάθε φορά που βρισκόταν κοντά στο πρόσωπο του έρωτα, του πόθου του και έσφιξε τις γροθιές του. Τα χείλη της δεν αποτελούσαν τίποτε άλλο παρα μονάχα μια ανάμνηση πλεόν, μια ανάμνηση ενός ζεστού φιλιού, μιας αγκαλιάς. Μια ανάμνηση ήταν και τα μάτια της. Εκείνα τα μάτια που κάποτε σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να τα κοιτάζει με τις ώρες, είτε ήταν κλειστά, είτε ανοιχτά. Εκείνα τα μάτια που ταίριαζαν αρμονικα με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της.
Η πόρτα της βιβλιοθήκης χτύπησε. Ο ταξιδιώτης ταράχτηκε. Ποιος τον αναζητούσε; Ποιος τον είχε θυμηθεί; Το συναίσθημα της αναταραχής μπερδεύτηκε, έγινε ένα, με εκείνο της ανακούφισης, της ελπίδας. Μιας ελπίδας που είχε χαθεί εδώ και πολύ καιρό από την καρδιά του ταξιδιώτη. Τον είχαν θυμηθεί, δεν ήταν ξεχασμένος στον έξω κόσμο, έξω από την ασπίδα του.
"Ποιος είναι;", αναρωτήθηκε.
Ένα διάφανο χέρι, σαν από φάντασμα, βρέθηκε στον ώμο του. Ένα κεφάλι ξεκουράστηκε στο ίδιο σημείο. Τα μακριά ξανθά μαλλιά έπεσαν πάνω στο μαύρο κοστούμι του ταξιδιώτη και εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένος. Εκείνη τον είχε θυμηθεί.
"Εγώ, μια πλάνη. Θυμάσαι; Έτσι με είχες χαρακτηρίσει κάποτε, ταξιδιώτη", απάντησε τρυφερά η πλάνη.
"Είσαι μια πλάνη. Ακόμα και τώρα μοιάζεις ψεύτικη, αλλιώτικη, διαφορετική", είπε ο ταξιδιώτης.
"Μα είμαι ψεύτικη, όλοι οι άνθρωποι γίνονται ψεύτικοι στην πορεία, θα έπρεπε να το ξέρεις. Είμαι διαφορετική παρόλα αυτά και αλλιώτικη, τουλάχιστον με τον τρόπο που με βλέπεις εσύ, με μάτια γεμάτα ενδιαφέρον και αγάπη -μια αγάπη που δεν μου έδειξες ποτέ πριν. Αλλά, στην τελική, δεν είμαι τίποτα άλλο παρά μια μοναχική πλάνη"
"Δεν είσαι μια απλή πλάνη. Είσαι η πλάνη μου", πείσμωσε εκείνος.
"Είναι αργά για να είμαι δικιά σου. Άργησες. Ο χρόνος πέρασε, κύλησε όπως έκανε και θα κάνει πάντοτε", αποκρίθηκε μελαγχολικά η πλάνη.
"Ο χρόνος μπορεί και να γυρίσει πίσω, άμα το θέλουμε εμείς βέβαια", επέμεινε ο ταξιδιώτης.
"Μόνο στα όνειρα, ταξιδιώτη μου", μουρμούρισε εκείνη, σαν να αντιστεκόταν στον πειρασμό.
"Και αυτό τι είναι;", απαίτησε να μάθει ο ταξιδιώτης γυρίζοντας ταυτόχρονα ώστε να την αντικρίσει.
Τα γαλάζια μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του καταπράσινα.
"Εσύ το λες όνειρο, εγώ το αποκαλώ μια πλάνη, ένα ψέμα. Είναι ό,τι θέλουμε εμείς να είναι"
Του έπιασε το χέρι και έμεινε να κοιτάει μαζί του την πρωτεύουσα. Μια λάμψη εμφανίστηκε στην μέση ενος ουρανοξύστη, σαν από έκρηξη. Ο ουρανοξύστης κόπηκε στα δυο και φωτιά ξέσπασε μεταμορφώνοντας τον σε στάχτη. Ύστερα ακολούθησε άλλος ένας, και μετά άλλος ένας. Στο τέλος, δεν έμειναν παρά μόνο συντρίμια μιας παλιάς ζωής, μιας άλλης αλλιώτικης ζωής, μιας πλάνης.
Όταν ο ταξιδιώτης, μαγεμένος από την εικόνα, έψαξε για την πλάνη του δεν την βρήκε. Η παλάμη του ήταν άδεια, κρύα, μοναχική. Χαμογέλασε ειρωνικά. Το παιχνίδι της του προκαλούσε θυμηδία, αλλά και δάκρυα.
Έτσι έμεινε μόνος του, για μια ακόμη φορά. Μόνος, όπως άρμοζε σε έναν μοναχικό
ταξιδιώτη.

24.3.12

χορεύοντας στη μπόρα

Η μπόρα εμφανίζεται από εκεί που δε το περιμένεις. Μερικές φορές είναι αδύναμη, άλλες δυνατή. Μερικές φορές συνοδεύεται από αστραπές και κεραυνούς, άλλες μετατρέπεται σε χαλάζι ή σε χιόνι. Κάνει τα παράθυρα να τρίζουν. Το τρεχούμενο νερό ακούγεται παντού. Εσύ χαίρεσαι που δεν είσαι αναγκασμένος να βγεις έξω αλλά έχεις τη δυνατότητα να παρατηρείς την όλη μαγεία από απόσταση -κατά προτίμηση μέσα στο δωμάτιο σου, με μια ζεστή κούπα σοκολάτας και μια κουβέρτα τυλιγμένη γύρω σου. Από τα αυτιά σου θα κρέμονται τα ακουστικά και η μουσική θα είναι στο full. Τα τραγούδια θα διαδέχονται το ένα το άλλο και οι ώρες θα περνάνε σα τα λεπτά, σα το νερό που κυλάει γρήγορα στις κατηφόρες έξω...
Φυσικά, υπάρχει και διαφορετική περίπτωση. Εσύ, έξω στο δρόμο να προσπαθείς να προφυλαχτείς από τις στάλες λες και είσαι από ζάχαρη. Εσύ, να ελέγχεις τη τζέπη σου και να ανακαλύπτεις πως, εκείνη τη φορά, είχες προνοήσει ώστε να πάρεις λίγα ακόμα λεφτά μαζί σου από όσο είναι απαραίτητο. Μπαίνεις μέσα σε ένα μικρό μαγαζί και αγοράζεις μια φθηνή ομπρέλα. Χαμογελάς στον καταστηματάρχη και εκείνος ανταποδίδει το χαμόγελο χαρούμενος που εξαιτίας της βροχής, και της δικής σου βλακείας, κατάφερε να κερδίσει κάποια ευρώ σε περίοδο κρίσης. Βγαίνεις ξανά στο δρόμο, αυτή τη φορά με το νέο σου απόκτημα ανά χείρας, και προχωράς πέρνοντας το δρόμο που αρχικά είχες αποφασίσει να ακολουθήσεις.
Σε κάθε δυνατή περίπτωση πρέπει να μάθεις να χορεύεις στη βροχή, να την απολαμβάνεις. Εξάλλου, όπως και να το δούμε, στη τελική, μπόρα είναι και το σίγουρο είναι πως, αργά ή γρήγορα, θα περάσει.