15.8.12

νύχτα με φεγγάρι

Μέτρησε τα γυμνά ξερόκλαδα, τα βρεγμένα ματόκλαδα που εμπόδιζαν την όραση της. Μέτρησε τις κάργες που μαύριζαν το σκούρο μπλε ουρανό. Προσπάθησε να μετρήσει τα σκοτωμένα αστέρια, το ζωντανό φως. Το ζωντανό φως μπερδεύτηκε, έγινε ένα, με εκείνο των φανοστατών. Το μέτρημα άρχισε εκ νέου. Οι αριθμοί κατέλαβαν τον εγκέφαλο της. Οι αριθμοί τη ζάλισαν ευχάριστα. Με έκπληξη καλοσώρισε το απόλυτο σκοτάδι. Με έκπληξη άκουσε το θρόισμα των κλαδιών, τον ήχο του ανέμου, τη μυρωδιά της βροχής που θα ερχόταν.Ίσως σύντομα, ίσως και αργά. Μια βροντή, μια αστραπή, μια λάμψη στο σκοτάδι και ύστερα σιωπή, ύστερα σταγόνες. Σταγόνες στα ρούχα της. Σταγόνες κάτω από εκείνα. Σταγόνες στο πρόσωπο της. Σταγόνες μπερδεμένες με το μολύβι των ματιών της. Ο ύπνος δεν ήρθε εκείνο το βράδυ. Ο ύπνος δεν τη δέχτηκε στην αγκαλιά των κάλπικων ονείρων. Μάτια διάπλατα ανοιχτά, μάτια μουντζουρωμένα περίμεναν. Το πρώτο φως της ανατολής.
Τους πρώτους περίεργους, αιώνια καταδικασμένους στην αδιαφορία, ξένους. Ξένους με λαγωνικά. Αιώνια ξένους. Ξένους χαμένους στην ανάσα μιας μοναχικής λύκαινας. Μιας λύκαινας με κοφτερά δόντια, με κοφτερά νύχια και βλέμμα ακόμα κοφτερότερο στραμμένο προς εκείνους τους δήθεν της πραγματικότητας που, ίσως, έκαναν την ανούσια απόπειρα να την πλησιάσουν. Λύκαινα χωρίς οικογένεια, λύκαινα χωρίς ταίρι. Μια λύκαινα που είχε χαθεί στην αναζήτηση του πάντα και του τίποτα. Μια λύκαινα που σκεφτόταν τα πάντα και το τίποτα. Μια λύκαινα βυθισμένη στη νύχτα.
Μια λύκαινα που ούρλιαζε ακούραστα στη Σελήνη.
"Μ' ακούς;"
Και, όμως, η Σελήνη δεν την άκουγε. Ήταν πολύ μακριά για να την ακούσει, για να πιάσει τη συχνότητα των λόγων της. Κανείς δεν την καταλάβαινε. Κανείς δεν την άκουγε. Και, έτσι, το ουρλιαχτό της βράχνιασε. Η λύκαινα κλείστηκε στον εαυτό της, στις άκρως απόρρητες σκέψεις της. Έγινε κλειστή προσωπικότητα. Κυνηγός της σκέψης. Κυνηγός της παρατήρησης. Ένας κυνηγός που αγνοούσε τις ανούσιες συζητήσεις των διπλανών κυνηγών, των συμπατριωτών της. Των κυνηγών της ανούσιας ομιλίας. Των κυνηγών που μετέτρεψαν το δώρο της ομιλίας σε ένα δώρο ανεκμετάλευτο, σε ένα πεταμένο δώρο.
"Μ' ακούς;", ψιθύρισε απαλά στον εαυτό της. Και εκείνος απάντησε εξίσου απαλά.
"Ναι, πάντα θα είμαι εδώ να σε ακούω τις νύχτες με φεγγάρι"

Δεν υπάρχουν σχόλια: