11.8.12

φυλακισμένη σε μια άναρχη τροχιά ιδεών


Τα φώτα εμφανιζόταν ρυθμικά μπροστά στα μάτια της. Τα φώτα την τύφλωναν. Τα φώτα την ενοχλούσαν. Τα φώτα τη μάγευαν. Είχε κολλήσει το κεφάλι της στο ζεστό τζάμι του παραθύρου και, απλά, είχε μείνει να κοιτάζει τον ουρανό, τους φανοστάτες που δώριζαν φως στους οδηγούς, στο δρόμο. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν σπαστά και ατημέλητα, παρατημένα στη μοίρα τους στους ώμους της. Τα, επίσης, καστανά γατίσια μάτια της έμοιαζαν γυάλινα, κενά. Καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Η ζώνη βρισκόταν τυλιγμένη γύρω της, εμποδίζοντας την να βολευτεί, περιορίζοντας κατά πολύ τις κινήσεις της. Δεν της άρεσαν τα όρια, οι περιορισμοί. Δεν της άρεσε να φοράει ζώνη ασφαλείας. Ήταν επικίνδυνο να ζει κανείς με ασφάλεια. Ήταν απίστευτα ανιαρό να ζει κανείς με ασφάλεια.
"Που πάμε;", ρώτησε τον οδηγό δίχως να πάρει τα μάτια της από τον ουρανό, από τα πεθαμένα αστέρια, τις νεκρές ελπίδες.
Ο οδηγός ανασήκωσε τους ώμους του χαμογελώντας στραβά. Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα του, ρούφηξε την απαραίτητη νικοτίνη και, εν συνεχεία, επέτρεψε στον καπνό να ταξιδέψει. Να ταξιδέψει μαζί με τα εκατοντάδες μόρια σκόνης, να ταξιδέψει στο δικό της αναπνευστικό σύστημα, να ταξιδέψει μέσω του μισάνοιχτου παραθύρου στην μολυσμένη ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης.
"Που είμαστε;", ρώτησε ειρωνικά η κοπέλα.
Δεν έλαβε απάντηση. Μονάχα άλλο ένα ανασήκωμα των ώμων και ένα χαμόγελο χωρίς λόγο και αιτία. Δεν ενδιαφέρθηκε περαιτέρω. Δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στο στο σκοτάδι νιώθοντας το αμάξι να κινείται, μυρίζοντας την έντονη μυρωδιά του τσιγάρου, έχοντας την αίσθηση της πτώσης χωρίς σταματημό.
"Άμα κλείσεις τα μάτια σου το πρώτο πράγμα που βλέπεις είναι σκοτάδι. Απύθμενο σκοτάδι. Όταν, όμως, τα κρατήσεις για αρκετό χρονικό διάστημα κλειστά τότε ένα αμυδρό φως παλεύει να εμφανιστεί", είπε αινιγματικά η κοπέλα. Εισέπραξε ένα έκπληκτο βλέμμα από τον οδηγό. Ένα βλέμμα που ο ίδιος φρόντισε να κρύψει και η ίδια φρόντισε να μη διακρίνει ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: