10.6.12

απόσπασμα

Ένας ταξιδιώτης. Αυτό ήταν, ένας ταξιδιώτης στην ζωή του, στο προσωπικό ατέλειωτο ταξίδι του. Δεν ήξερε τι έψαχνε, τι αναζητούσε στα νέα μέρη που επισκεπτόταν. Οι θησαυροί, η εξουσία που απλωνόταν μπροστά στα πόδια του, στο ήδη γραμμένο από μια μάγισσα μέλλον του, έμοιαζαν απελπιστικά αδιάφοροι. Ένας κόκος άμμου ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους. Τα υλικά αγαθά τον άφηναν παντελώς ασυγκίνητο. Τα είχε όλα, δεν επιθυμούσε άλλα, δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο.
Ο ταξιδιώτης έμεινε να παρατηρεί τους ουρανοξύστες της πρωτεύουσας ανέκφραστος. Πέταξε το χρησιμοποιημένο τσιγάρο στο πάτωμα και το πάτησε με το παπούτσι του, σβήνοντας το. Ο καπνός δεν έπαψε να σκορπίζεται, να πλανιέται με τα μικροσκοπικά μόρια σκόνης στον αέρα αλλά ο ταξιδιώτης δεν σκοτίστηκε. Ο καπνός είχε μολύνει εκείνον, τον αέρα που ανέπνεε και εκείνος με την σειρά του θα μόλυνε τα συναισθήματα των ανθρώπων. Σαν μια ουσία που προκαλεί εθισμό: όλοι έχουν την δυνατότητα να την διακόψουν, να βάλουν ένα οριστικό τέλος στην αρρωστημένη συνήθεια τους, αλλά απλά δεν μπορούν, δεν βρίσκουν την δύναμη. Μια τέτοια εξάρτηση ήταν και η αγάπη, ο έρωτας. Ο ταξιδιώτης το γνώριζε από πρώτο χέρι.
Θυμήθηκε το γλυκό συναίσθημα και ανατρίχιασε. Θυμήθηκε το αίσθημα ζωντάνιας κάθε φορά που βρισκόταν κοντά στο πρόσωπο του έρωτα, του πόθου του και έσφιξε τις γροθιές του. Τα χείλη της δεν αποτελούσαν τίποτε άλλο παρα μονάχα μια ανάμνηση πλεόν, μια ανάμνηση ενός ζεστού φιλιού, μιας αγκαλιάς. Μια ανάμνηση ήταν και τα μάτια της. Εκείνα τα μάτια που κάποτε σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να τα κοιτάζει με τις ώρες, είτε ήταν κλειστά, είτε ανοιχτά. Εκείνα τα μάτια που ταίριαζαν αρμονικα με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της.
Η πόρτα της βιβλιοθήκης χτύπησε. Ο ταξιδιώτης ταράχτηκε. Ποιος τον αναζητούσε; Ποιος τον είχε θυμηθεί; Το συναίσθημα της αναταραχής μπερδεύτηκε, έγινε ένα, με εκείνο της ανακούφισης, της ελπίδας. Μιας ελπίδας που είχε χαθεί εδώ και πολύ καιρό από την καρδιά του ταξιδιώτη. Τον είχαν θυμηθεί, δεν ήταν ξεχασμένος στον έξω κόσμο, έξω από την ασπίδα του.
"Ποιος είναι;", αναρωτήθηκε.
Ένα διάφανο χέρι, σαν από φάντασμα, βρέθηκε στον ώμο του. Ένα κεφάλι ξεκουράστηκε στο ίδιο σημείο. Τα μακριά ξανθά μαλλιά έπεσαν πάνω στο μαύρο κοστούμι του ταξιδιώτη και εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένος. Εκείνη τον είχε θυμηθεί.
"Εγώ, μια πλάνη. Θυμάσαι; Έτσι με είχες χαρακτηρίσει κάποτε, ταξιδιώτη", απάντησε τρυφερά η πλάνη.
"Είσαι μια πλάνη. Ακόμα και τώρα μοιάζεις ψεύτικη, αλλιώτικη, διαφορετική", είπε ο ταξιδιώτης.
"Μα είμαι ψεύτικη, όλοι οι άνθρωποι γίνονται ψεύτικοι στην πορεία, θα έπρεπε να το ξέρεις. Είμαι διαφορετική παρόλα αυτά και αλλιώτικη, τουλάχιστον με τον τρόπο που με βλέπεις εσύ, με μάτια γεμάτα ενδιαφέρον και αγάπη -μια αγάπη που δεν μου έδειξες ποτέ πριν. Αλλά, στην τελική, δεν είμαι τίποτα άλλο παρά μια μοναχική πλάνη"
"Δεν είσαι μια απλή πλάνη. Είσαι η πλάνη μου", πείσμωσε εκείνος.
"Είναι αργά για να είμαι δικιά σου. Άργησες. Ο χρόνος πέρασε, κύλησε όπως έκανε και θα κάνει πάντοτε", αποκρίθηκε μελαγχολικά η πλάνη.
"Ο χρόνος μπορεί και να γυρίσει πίσω, άμα το θέλουμε εμείς βέβαια", επέμεινε ο ταξιδιώτης.
"Μόνο στα όνειρα, ταξιδιώτη μου", μουρμούρισε εκείνη, σαν να αντιστεκόταν στον πειρασμό.
"Και αυτό τι είναι;", απαίτησε να μάθει ο ταξιδιώτης γυρίζοντας ταυτόχρονα ώστε να την αντικρίσει.
Τα γαλάζια μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του καταπράσινα.
"Εσύ το λες όνειρο, εγώ το αποκαλώ μια πλάνη, ένα ψέμα. Είναι ό,τι θέλουμε εμείς να είναι"
Του έπιασε το χέρι και έμεινε να κοιτάει μαζί του την πρωτεύουσα. Μια λάμψη εμφανίστηκε στην μέση ενος ουρανοξύστη, σαν από έκρηξη. Ο ουρανοξύστης κόπηκε στα δυο και φωτιά ξέσπασε μεταμορφώνοντας τον σε στάχτη. Ύστερα ακολούθησε άλλος ένας, και μετά άλλος ένας. Στο τέλος, δεν έμειναν παρά μόνο συντρίμια μιας παλιάς ζωής, μιας άλλης αλλιώτικης ζωής, μιας πλάνης.
Όταν ο ταξιδιώτης, μαγεμένος από την εικόνα, έψαξε για την πλάνη του δεν την βρήκε. Η παλάμη του ήταν άδεια, κρύα, μοναχική. Χαμογέλασε ειρωνικά. Το παιχνίδι της του προκαλούσε θυμηδία, αλλά και δάκρυα.
Έτσι έμεινε μόνος του, για μια ακόμη φορά. Μόνος, όπως άρμοζε σε έναν μοναχικό
ταξιδιώτη.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μπορώ να σε ρωτήσω, είναι δικό σου αυτό το κείμενο;

DS είπε...

Ναι, είναι ένα απόσπασμα μιας ιστορίας που γράφω.

Ανώνυμος είπε...

Εντυπωσιακό. Ειδικά η τρίτη παράγραφος. Όλο είναι εξαιρετικά δομημένο βέβαια, αλλά η τρίτη παράγραφος είναι σχεδόν υπερβολικά άμεση. Ανυπομονώ να διαβάσω περισσότερο! :)